„Passfoto“: Neutrum, sächlich PassfotoNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φωτογραφία διαβατηρίου φωτογραφίαFemininum, weiblich | θηλυκό f διαβατηρίου Passfoto Passfoto