parsen
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αναλύωparsen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Sprachwissenschaft | γλωσσολογίαLINGparsen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Sprachwissenschaft | γλωσσολογίαLING