„Ozonloch“: Neutrum, sächlich OzonlochNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τρύπα όζοντος, οπή όζοντος τρύπαFemininum, weiblich | θηλυκό f (του) όζοντος, οπήFemininum, weiblich | θηλυκό f (του) όζοντος Ozonloch Ozonloch