„Ortsschild“: Neutrum, sächlich OrtsschildNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πινακίδα εισόδου χωριού πινακίδαFemininum, weiblich | θηλυκό f εισόδου χωριού Ortsschild Ortsschild