„Organ“: Neutrum, sächlich OrganNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) όργανο όργανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Organ auch | και, επίσηςa. Anatomie | ανατομίαANAT Organ auch | και, επίσηςa. Anatomie | ανατομίαANAT