„Ordinarius“: Maskulinum, männlich OrdinariusMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-; Ordinarien> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κανονικός κληρικός, τακτικός καθηγητής κανονικός κληρικόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Ordinarius Religion | θρησκείαREL Ordinarius Religion | θρησκείαREL τακτικός καθηγητήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Ordinarius Universität Ordinarius Universität