„Onlineverbindung“: Femininum, weiblich OnlineverbindungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σύνδεση στο Ίντερνετ σε ένα σέρβερ σύνδεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f στο Ίντερνετoder | ή od σε ένα σέρβερet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc Onlineverbindung Onlineverbindung