Okkupation
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κατάληψηFemininum, weiblich | θηλυκό fOkkupation Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Rechtswesen | νομικός όροςJUROkkupation Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Rechtswesen | νομικός όροςJUR