„Ohrensausen“: Neutrum, sächlich OhrensausenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βούισμα των αυτιών βούισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n των αυτιών Ohrensausen Ohrensausen