„Ölwanne“: Femininum, weiblich ÖlwanneFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δεξαμενή λαδιού δεξαμενήFemininum, weiblich | θηλυκό f λαδιού Ölwanne Ölwanne