„Ölverbrauch“: Maskulinum, männlich ÖlverbrauchMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατανάλωση πετρελαίου κατανάλωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f πετρελαίου Ölverbrauch Ölverbrauch