„Ölfeld“: Neutrum, sächlich ÖlfeldNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πετρελαιοφόρος περιοχή πετρελαιοφόρος περιοχήFemininum, weiblich | θηλυκό f Ölfeld Ölfeld