„Ökosiegel“: Neutrum, sächlich ÖkosiegelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σήμανση σε οικολογικό προϊόν σήμανσηFemininum, weiblich | θηλυκό f σε οικολογικό προϊόν Ökosiegel Ökosiegel