„Notwasserung“: Femininum, weiblich NotwasserungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναγκαστική προσθαλάσσωση αναγκαστική προσθαλάσσωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Notwasserung Notwasserung