„Notlüge“: Femininum, weiblich NotlügeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναγκαστικό ψέμα αναγκαστικό ψέμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Notlüge Notlüge