Notenvergabe
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σύστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n βαθμολόγησηςNotenvergabe Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULENotenvergabe Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULE