Neuzeit
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- νεότερη εποχήFemininum, weiblich | θηλυκό fNeuzeitNeuzeit
- νεότεροι χρόνοιMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mplNeuzeitNeuzeit