„Netzhaut“: Femininum, weiblich NetzhautFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αμφιβληστροειδής αμφιβληστροειδής (χιτώνας)Maskulinum, männlich | αρσενικό m Netzhaut Anatomie | ανατομίαANAT Netzhaut Anatomie | ανατομίαANAT