„Nasenbluten“: Neutrum, sächlich NasenblutenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αιμορραγία της μύτης αιμορραγίαFemininum, weiblich | θηλυκό f της μύτης Nasenbluten Nasenbluten