„Nährstoffe“: Maskulinum Plural NährstoffeMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θρεπτικές ουσίες θρεπτικές ουσίεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Nährstoffe Nährstoffe