Nachtruhe
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- νυχτερινός ύπνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mNachtruhe SchlafNachtruhe Schlaf
- νυκτερινή ησυχίαFemininum, weiblich | θηλυκό fNachtruhe Rechtswesen | νομικός όροςJURNachtruhe Rechtswesen | νομικός όροςJUR