„nachsprechen“: transitives Verb nachsprechentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επαναλαμβάνω μετά από κάποιον examples jemandem (etwas) nachsprechen επαναλαμβάνω (κάτι) μετά από κάποιον jemandem (etwas) nachsprechen