„nachmittags“: Adverb nachmittagsAdverb | επίρρημα adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) το απόγεμα, μετά μεσημβρίαν το απόγε(υ)μα, μετά μεσημβρίαν (μ.μ.) nachmittags nachmittags