„Nachhilfe“: Femininum, weiblich NachhilfeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φροντιστηριακή διδασκαλία φροντιστηριακή διδασκαλίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Nachhilfe Nachhilfe