„nachbestellen“: transitives Verb nachbestellentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παραγγέλνω ξανά, παραγγέλνω αργότερα παραγγέλνω ξανά, παραγγέλνω αργότερα nachbestellen nachbestellen