„Motorsäge“: Femininum, weiblich MotorsägeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βενζινοκίνητο πριόνι βενζινοκίνητο πριόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Motorsäge Motorsäge