„Moor“: Neutrum, sächlich MoorNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έλος, βάλτος έλοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Moor βάλτοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Moor Moor