„Mitgefühl“: Neutrum, sächlich MitgefühlNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συμπάθεια, συμπόνια συμπάθειαFemininum, weiblich | θηλυκό f Mitgefühl συμπόνιαFemininum, weiblich | θηλυκό f Mitgefühl Mitgefühl