Misanthrop
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-en; -en> gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgehOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μισάνθρωποςMaskulinum, männlich | αρσενικό mMisanthropMisanthrop