„minderbemittelt“: Adjektiv minderbemitteltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διανοητικά καθυστερημένος examples geistig minderbemittelt pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej διανοητικά καθυστερημένος geistig minderbemittelt pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej