„Milchhandel“: Maskulinum, männlich MilchhandelMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εμπόριο γαλακτοκομικών προϊόντων εμπόριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n γαλακτοκομικών προϊόντων Milchhandel Milchhandel