„Mietsenkung“: Femininum, weiblich MietsenkungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ελάττωση του ενοικίου ελάττωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f του ενοικίου Mietsenkung Mietsenkung