„Merchandising“: Neutrum, sächlich MerchandisingNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προώθηση εμπορεύματος προώθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f εμπορεύματος Merchandising Merchandising