„Melange“: Femininum, weiblich MelangeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καφές με γάλα καφέςMaskulinum, männlich | αρσενικό m με γάλα Melange Melange