Meistbietende
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πλειοδότηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m (που κερδίζει τον πλειστηριασμό)Meistbietende(r)Meistbietende(r)