„Maserung“: Femininum, weiblich MaserungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κυματοειδείς αποχρώσεις κυματοειδείς αποχρώσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Maserung Maserung