„Mahngebühr“: Femininum, weiblich MahngebührFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρόστιμο λόγω εκπρόθεσμης εκπλήρωσης υποχρέωσης πρόστιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n λόγω εκπρόθεσμης εκπλήρωσης υποχρέωσης Mahngebühr Mahngebühr