„Luftschutzraum“: Maskulinum, männlich LuftschutzraumMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταφύγιο από αεροπορικές επιθέσεις καταφύγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από αεροπορικές επιθέσεις Luftschutzraum Luftschutzraum