„Luftkurort“: Maskulinum, männlich LuftkurortMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τόπος αεροθεραπείας τόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m αεροθεραπείας Luftkurort Luftkurort