„Lückentest“: Maskulinum, männlich LückentestMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εξέταση συμπλήρωσης κενών εξέτασηFemininum, weiblich | θηλυκό f συμπλήρωσης κενών Lückentest Lückentest