„Lotus“: Maskulinum, männlich LotusMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λωτός, λωτός ο κερατιοφόρος λωτόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Lotus Botanik | βοτανικήBOT Lotus Botanik | βοτανικήBOT λωτόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m ο κερατιοφόρος Lotus Hornklee Lotus Hornklee