„Lokalverbot“: Neutrum, sächlich LokalverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαγόρευση εισόδου σε εστιατόριο απαγόρευσηFemininum, weiblich | θηλυκό f εισόδου σε εστιατόριο Lokalverbot Lokalverbot