„Löscharbeiten“: Plural LöscharbeitenPlural | πληθυντικός pl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργασίες πυρόσβεσης εργασίεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl πυρόσβεσης Löscharbeiten Löscharbeiten