„Lobby“: Femininum, weiblich LobbyFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λόμπι, ομάδα πίεσης προώθησης συμφερόντων λόμπιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Lobby ομάδαFemininum, weiblich | θηλυκό f πίεσης προώθησης συμφερόντων Lobby Lobby