„Lidfalte“: Femininum, weiblich LidfalteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σημείο αναδίπλωσης βλεφάρου σημείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n αναδίπλωσης βλεφάρου Lidfalte Lidfalte