„Lichtorgel“: Femininum, weiblich LichtorgelFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φωτοχρωματικό όργανο φωτοχρωματικό όργανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Lichtorgel Lichtorgel