„Lichtmaschine“: Femininum, weiblich LichtmaschineFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δυναμό, ηλεκτρική γεννήτρια δυναμόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Lichtmaschine Auto | αυτοκίνητοAUTO ηλεκτρική γεννήτριαFemininum, weiblich | θηλυκό f Lichtmaschine Auto | αυτοκίνητοAUTO Lichtmaschine Auto | αυτοκίνητοAUTO