„letztere(r, s)“: Adjektiv letztereAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ο τελευταίος/η τελευταία/το τελευταίο examples der/die/das Letztere ο τελευταίος/η τελευταία/το τελευταίο der/die/das Letztere