„lesegeschützt“: Adjektiv lesegeschütztAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μόνο για ανάγνωση μόνο για ανάγνωση lesegeschützt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT lesegeschützt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT