„lernbehindert“: Adjektiv lernbehindertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάποιος που έχει μαθησιακές δυσκολίες κάποιος που έχει μαθησιακές δυσκολίες lernbehindert lernbehindert